ἐνέπρησεν

ἐνέπρησεν
ἐμπίμπρημι
b
aor ind act 3rd sg
ἐμπρήθω
blow up
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεφρίζω — Α [τέφρα] 1. έχω το χρώμα τής τέφρας («τεφρίζον πύον», Αρετ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐτέφρισεν ἐνέπρησεν» …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”